Νωπογραφία
Κυριολεκτικά, η τοιχογραφία πάνω σε ένα στρώμα υγρού γύψου. Στην καθεαυτό νωπογραφία, το buon fresco, προηγείται η επίστρωση με διαδοχικά στρώματα ασβεστόγυψου (σοβά) και, ενώ το τελευταίο στρώμα (το intonaco) είναι ακόμα νωπό, ο ζωγράφος, απλώνει τα χρώματά του έτσι ώστε να «ενσωματωθούν» στον τοίχο. Η τεχνική αυτή, που τελειοποιήθηκε στην περίοδο της Αναγέννησης, παράγει, στο βαθμό που και οι κλιματικές συνθήκες είναι κατάλληλες, πολύ ανθεκτικά έργα. Τα γνωστότερα ίσως παραδείγματα νωπογραφιών αυτού του είδους είναι η οροφή του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα και οι διακοσμήσεις του Ραφαήλ στις Αίθουσες του Ανακτόρου του Βατικανού. Το λεγόμενο fresco secco (=στεγνή νωπογραφία), που γίνεται πάνω σε ξερό, έτοιμο για χρήση ασβεστόγυψο (με αποτέλεσμα η γκάμα των χρωμάτων να είναι πιο περιορισμένη και να υπάρχει το ενδεχόμενο ξεφλουδίσματος), χαρακτηρίζεται από λεπτότερους τόνους και φωτεινότερα χρώματα και, γι’ αυτό ίσως ακριβώς το λόγο, υπήρξε δημοφιλέστατο στην περίοδο του Μπαρόκ.