Αρτ Νουβώ
Διακοσμητικό και αρχιτεκτονικό ύφος που γνώρισε μεγάλη άνθηση στη δεκαετία του 1890 και τις αρχές της δεκαετίας του 1900. Ο όρος προέρχεται από μια γκαλερί εσωτερικής διακόσμησης που άνοιξε το 1896 στο Παρίσι με την επωνυμία Maison de l’Art Nouveau. Στη Γερμανία, το ίδιο αυτό ύφος ονομάστηκε Jugendstil, από το όνομα ενός περιοδικού με τον τίτλο Die Jugend (= Η Νεότητα) ενώ στην Ιταλία Φλορεάλε (Floreale) ή Λίμπερτυ (από το ομώνυμο μεγάλο κατάστημα του Λονδίνου). Χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα του είναι τα περιελισσόμενα φυτικά σχήματα, όπως στις εισόδους από σφυρήλατο σίδερο του παρισινού Μετρό (έργα του Ε. Γκιμάρ). Ανάλογα μοτίβα χρησιμοποιούνταν και στην εικονογράφηση βιβλίων, καθώς επίσης και στις εφαρμοσμένες τέχνες (λ.χ. στα έπιπλα και τα γυαλικά του γάλλου καλλιτέχνη Εμίλ Γκαλέ ή του Λούις Τίφανυ στις ΗΠΑ). Τα ασυνήθιστα έργα (συνήθως για διακόσμηση βιβλίων) του Α. Μπήρντσλεϋ αποτελούν το χαρακτηριστικότερο ίσως δείγμα της στις εικαστικές τέχνες. Σαν αρχιτεκτονικό κίνημα, η Αρ Νουβώ διαδόθηκε ευρύτατα. Κυριότεροί της εκπρόσωποι υπήρξαν ο σκοτσέζος Τσ. Ρ. Μάκιντος και ο Αντόνι Γκαουντί στη Βαρκελώνη, που τα έργα του διακρίνονται για την τολμηρή τους φαντασία. Στο πεδίο της εσωτερικής διακόσμησης, διασημότεροι καλλιτέχνες της Αρ Νουβώ υπήρξαν ο Σάμουελ Μπίνγκ στη Γερμανία και οι Β. Χόρτα και Χ. Βαν ντε Βέλντε στο Βέλγιο.