Ελαιογραφία
Τεχνική της ευρωπαϊκής ζωγραφικής που η σημασία την αυξάνει σταθερά από τα τέλη του 15ου αιώνα. Γνωστή ήδη στην αρχαιότητα από την χρήση της σε πρακτικές δουλειές όπως το βάψιμο των σπιτιών, γνώρισε τεράστιες βελτιώσεις και εκλεπτύνσεις στη Φλάνδρα των αρχών του 15ου αιώνα και υιοθετήθηκε σταδιακά από τους ιταλούς καλλιτέχνες της εποχής. Τα χρώματα σε σκόνη, ανακατεμένα μ’ ένα ευγενές έλαιο (συνήθως λινέλαιο) ώστε να γίνουν αρκετά παχύρευστα, απλώνονται σ’ ένα προετοιμασμένο φόντο –συνήθως ένα τεντωμένο πανί επιχρισμένο με μια ουδέτερη χρωστική ουσία (Βώλος). Στην πιο άρτια μορφή της, όπως λ.χ. στο έργο των παλιών Δασκάλων, η τεχνική της ελαιογραφίας συνδέεται με το προσεκτικό άπλωμα των χρωμάτων, το πέρασμα από σκουρότερους σε ανοιχτότερους τόνους και την πλατιά γνώση των πιθανών αλληλεπιδράσεων των διάφορων χρωστικών ουσιών –τα διάφορα χημικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται μπορούν να επιδράσουν το ένα στο άλλο και, αν δεν απλωθούν προσεκτικά, να επηρεάσουν μετά από ένα χρονικό διάστημα τα στρώματα του χρώματος που βρίσκονται δίπλα τους ή από πάνω τους. Τα χρώματα μπορούν επίσης να απλώνονται έτσι ώστε να υπάρχει μια κάποια διαφάνεια του τελευταίου στρώματος, ενώ μπορεί να χρησιμοποιούνται και έγχρωμα διαφανή βερνίκια για να επιτυγχάνονται παραπέρα τονικές διαβαθμίσεις. Πέρα από την τεράστια τονική φινέτσα που εξασφαλίζει η ελαιογραφία, η υφή της επιφάνειας μπορεί να τροποποιηθεί είτε χρησιμοποιώντας παχιά στρώματα χρώματος (ιμπάστο) είτε αφήνοντας εμφανή τα περάσματα του πινέλου.