Μπαρόκ
(Baroque, πιθανόν από την πορτογαλική λέξη barocco=κακοφτιαγμένο, παραμορφωμένο μαργαριτάρι): Όρος, αρχικά υποτιμητικός, που αναφέρεται στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και ζωγραφική της περιόδου 1600-1750. Η αρχιτεκτονική του Μπαρόκ έφτασε στην κορύφωσή της στη Ρώμη (περ. 1630-80), με τον Μπερνίνι και τον Μπορομίνι, και στη Νότια Γερμανία (περ. 1700-50), με τον Μπαλτάζαρ Νόυμαν και τον Φίσερ φον Έρλαχ. Τα μπαρόκ κτίσματα είναι σχεδιασμένα με βάση μια σειρά από γεωμετρικά ρυθμιζόμενους χώρους (κύκλους, τετράγωνα και ελλείψεις), στα πλαίσια πάντοτε της συνύπαρξης κυρτών και κοίλων καμπυλών και αντιπαρατιθέμενων ή εναρμονισμένων εξωτερικών γραμμών, αλλά και με έντονη την παρουσία γύψινων, ανάγλυφων και γλυπτών διακοσμητικών στοιχείων, και με όλες τις τέχνες να χρησιμοποιούνται και συχνά μάλιστα να συγκρούονται μεταξύ τους. Στη ζωγραφική, κυριαρχεί ο ιλουζιονισμός, ενώ γλύπτες όπως ο Μπερνίνι προσπαθούν να αξιοποιήσουν τα παιχνίδια του φωτός πάνω στις επιφάνειες και τα περιγράμματα. Το σύνολο αποτελεί μια θεατρική και συναισθηματική «επίθεση» κατά του θεατή, ο οποίος παρασύρεται σε μια χωρική γεωμετρία που συνεχώς μεταβάλλεται, οδηγείται από τον ένα θύλακα στον άλλο, «εμπλέκεται» στο δράμα που εκτυλίσσεται στο ανάγλυφο ή τη νωπογραφία, συγχέει το πεδίο της τέχνης μ’ εκείνο της πραγματικότητα. Με την πάροδο του χρόνου, το διακοσμητικό στοιχείο θα κυριαρχήσει ολοένα και περισσότερο, και το Μπαρόκ θα παραχωρήσει τελικά τη θέση του στο πιο ανάλαφρο και πιο γαλήνιο Ροκοκό. Η τέχνη του Μπαρόκ συνδέεται στενά με το όλο κίνημα της Αντιμεταρρύθμισης, και ειδικότερα με το Τάγμα των Ιησουϊτών. Η «εμπλοκή» του θεατή στην ίδια τη διάρθρωση της εκκλησίας και οι θρησκευτικές αφηγήσεις που κυριαρχούν στους τοίχους εξυπηρετούσαν συνειδητά και προσηλυτιστικούς σκοπούς. Οι ιησουίτες ιεραπόστολοι μετέφεραν το καλλιτεχνικό αυτό ύφος όπου κι αν εγκαταστάθηκαν. Στη Νότια Αφρική ειδικότερα, το Μπαρόκ αποτέλεσε τον κυρίαρχο ρυθμό ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Μερικές φορές, ο όρος χρησιμοποιείται, κατ’ επέκταση, και στη μουσική, για να υποδηλώσει την περίοδο ανάμεσα στον Μοντεβέρντι (πεθ. 1643) και τον Γ.Σ. Μπαχ (πεθ. 1750).