Γιαπωνέζικη Τέχνη
Τα αρχαιότερα γνωστά γιαπωνέζικα γλυπτά είναι τα ταφικά αγαλματίδια χανίβα (περ. 4ος-7ος αιώνας). Ο βουδισμός, που επηρέασε καθοριστικά τη μεταγενέστερη γιαπωνέζικη τέχνη, διαδόθηκε στη χώρα τον 6ο αιώνα. Στην περίοδο Νάρα και την αρχή της περιόδου Χεϊάν (7ος-9ος αιώνας), η κινέζικη επιρροή υπήρξε καθοριστική. Στην περίοδο Φουτζιβάρα (9ος-12ος αιώνας) στην κινεζικής προέλευσης ζωγραφική κάρα-ε προστέθηκε και η δευτερεύουσας σημασίας ακόμα αλλά πιο ζωντανή στα χρώματά της γιαπωνέζικη τεχνοτροπία (γιαμάτο-ε), καθώς και η γιαπωνέζικη τεχνική μικτής γλυπτικής γνωστή σαν γιοσέκι-τσουκούρι. Το 1192, η διοικητική πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Καμακούρα, 480 χλμ. Βορειότερα από το Κιότο. Ο βουδισμός Ζεν επηρέασε έκτοτε ολοένα και περισσότερο τις τέχνες, κυρίως με την μορφή της μονοχρωματικής ζωγραφικής με πενάκι σούμι-ε, που σε μεγάλο βαθμό είχε τις ρίζες της στην κινεζική τεχνοτροπία των βεν-τζεν. Το συγκρατημένο ύφος της περιόδου Μουρομάκι υποκαταστάθηκε στην περίοδο Μομογιάμα (τέλη του 16ου αιώνα) από λαμπερά χρώματα διακοσμημένα συχνά με φύλλα χρυσού (κιρικάνε). Η αυλική τέχνη της περιόδου Τοκουγκάβα (1616-1868), που διαμορφώθηκε από τη Σχολή Κανό, ήταν λιγότερο νευρώδης από τις λαϊκής κατανάλωσης στάμπες. Τα τοπία και οι αφηγηματικές σκηνές της γιαπωνέζικης τέχνης είναι συνήθως ζωγραφισμένα είτε σε χωρίσματα δωματίων, είτε σε χάρτινους ρόλους κρεμασμένους στον τοίχο (κακεμόνο), είτε σε ρόλους προορισμένους να ξετυλίγονται καθώς προχωράει η αφήγηση (μακιμόνο).