Διαλυτικό
1) Το υγρό ή άλλο μέσο (λινέλαιο, αραβικό κόμμι, κλπ.) που χρησιμοποιείται για το «δέσιμο» των σε κατάσταση σκόνης ακόμα χρωστικών ουσιών, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν σαν χρώματα ζωγραφικής.
2) Το υγρό ή άλλο μέσο (νερό, νέφτι, κλπ.) που χρησιμοποιείται για να αραιωθούν τα χρώματα ώστε να γίνουν πιο εύχρηστα.