(04/12/2014) | NikiasNews.gr | NIKIAS
Αρθρο Μαργαρίτας Πουρνάρα με τίτλο
" Ιστορικός τέχνης ο άνθρωπος-κλειδί που συμβούλευε τους αγοραστές"
Η πηγή της «Κ» επιμένει ότι θέση-κλειδί είχε επιτήδειος ιστορικός τέχνης, τον οποίον εμπιστεύονταν διακεκριμένα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Η τεχνογνωσία του και η εμπειρία της διαδικασίας της δημοπρασίας βοήθησαν τα μέλη του κυκλώματος να βγάζουν ακόμα περισσότερα χρήματα, ανεβάζοντας τις τιμές έργων που πουλούσαν με συντονισμένα «χτυπήματα» μέσα στην αίθουσα.
Σε άλλες περιπτώσεις ήταν ταυτόχρονα πωλητές αλλά και αγοραστές των ίδιων έργων για πελάτες τους. Επίσης, η ίδια πηγή αναφέρει ότι στην εν λόγω ομάδα συμμετείχαν και άλλοι ευυπόληπτοι πολίτες υπεράνω υποψίας, που είχαν πρόσβαση σε εύπορα κοινωνικά στρώματα μέσα από εταιρείες περί τα χρηματοοικονομικά, δικηγορικά γραφεία και υψηλές θέσεις. Αυτοί δεν ασχολούνταν τόσο με τις δημοπρασίες όσο με το κυνήγι ιδιωτικών πωλήσεων. Εντόπιζαν τους πελάτες και χρησιμοποιούσαν την κοινωνική τους επιφάνεια για να τους πουλήσουν έργα.
Ολοι εργάζονταν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι που δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, καθώς για κάθε αγοραστή υπήρχε και ο κατάλληλος «πωλητής», ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον επαγγελματικό κλάδο.
Το κύκλωμα φρόντιζε να καλύπτει τα νώτα του βρίσκοντας άτομα τα οποία είτε επ? αμοιβή είτε από καλοπιστία έδιναν πιστοποιητικά γνησιότητας, ενώ χρησιμοποιούσε και τρίτους για τη «δημιουργία» της προέλευσης των έργων.
Ετσι τα πλαστογραφημένα «προικίζονταν» με κάποια χαρτιά για να μπορούν να βγουν στην αγορά. Αλλωστε οι οίκοι δηλώνουν στους όρους τους ότι πωλούν τα έργα με την πεποίθηση ότι είναι αυθεντικά έχοντας εξαντλήσει διάφορους ελέγχους.
Ομως οι εξελιγμένες τεχνικές των πλαστογράφων (που είναι συχνά εξαιρετικοί ζωγράφοι) κάνουν το έργο των ειδικών δύσκολο. Παράλληλα, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 2000, η ζήτηση για έργα δυνατών υπογραφών ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά και οι αγοραστές ενδιαφέρονταν για την απόκτηση και όχι για τη διακρίβωση της αυθεντικότητας.
Αν όμως το σκεφτεί κανείς λογικά, ούτε όλοι οι Ελληνες ζωγράφοι θα μπορούσαν να έχουν παραγάγει τόσα πολλά και ταυτόχρονα τόσο αξιόλογα έργα, ούτε είναι δυνατόν κάθε τόσο να ανακαλύπτονται άγνωστοι θησαυροί σε συλλογές στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως ακούγαμε συχνά εκείνα τα χρόνια. Οι αγοραστές των πλαστών έργων σπάνια ήταν έμπειροι συλλέκτες. Συνήθως ανήκαν στην κατηγορία των ανθρώπων που ήθελαν να «πατινάρουν» την περιουσία τους με τη φινέτσα της τέχνης.
Σε πολλά αθηναϊκά σπίτια κρέμονται πίνακες που είναι εξόφθαλμα πλαστοί αλλά κανείς δεν τολμά να το πει στον ιδιοκτήτη. Σε μια περίπτωση που κάποιος επισκέπτης είχε το θράσος να το επισημάνει, ο αγοραστής ατάραχος δήλωσε: «Τουλάχιστον τα δικά μας πλαστά είναι από τον οίκο τάδε»!
Είναι κοινό μυστικό: όσοι αντιλαμβάνονται ότι έχουν πέσει θύματα απάτης δεν έχουν καμιά διάθεση ούτε να το κοινοποιήσουν ούτε να ζητήσουν τα χρήματά τους.
Ο εφοπλιστής Διαμαντής Διαμαντίδης είναι εξαίρεση στον κανόνα, επειδή είχε το θάρρος να δημοσιοποιήσει την πεποίθησή του ότι του πούλησαν πλαστά έργα, και έτσι η υπόθεσή του πήρε τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Οι υπόλοιποι όμως προτιμούν να ζουν με το ένοχο μυστικό, σαν να έχουν περάσει μια μεταδοτική ασθένεια που ντρέπονται να αποκαλύψουν σε τρίτους. Αυτή η ομερτά βοήθησε τους επιτήδειους να επιπλέουν για πολλά χρόνια.
Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που έφτασαν στη Δικαιοσύνη, ενώ πριν από λίγα χρόνια γνωστή ιστορικός τέχνης δέχθηκε αγωγή επειδή δήλωσε σε υποψήφιο αγοραστή ότι -κατά την εκτίμησή της- το έργο ήταν πλαστό. Ο ιδιοκτήτης του έργου με αγωγή τής ζητούσε δυσθεώρητη αποζημίωση και εκείνη έτρεχε για χρόνια στα δικαστήρια, στο τέλος όμως δικαιώθηκε. Αλίμονο αν οι ιστορικοί της τέχνης δεν έχουν το δικαίωμα να αποφανθούν υπέρ ή κατά της αυθεντικότητας ενός έργου.
Εδώ θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν υπάρχουν στην Ελλάδα θεσμοί που να προστατεύουν την πολιτιστική μας κληρονομιά και τους υποψήφιους αγοραστές.
Δυστυχώς οι πιστοποιημένοι κατάλογοι (catalogues raisonnes) έργων Ελλήνων καλλιτεχνών, που είναι πολύτιμο εργαλείο, είναι ελάχιστοι, οι ιστορικοί τέχνης αποφεύγουν να λένε ανοιχτά τη γνώμη τους για ευνόητους λόγους, η Εθνική Πινακοθήκη καλείται να γνωμοδοτήσει μόνον αν της ζητηθεί από δημόσια αρχή, οι ειδήμονες στο έργο των καλλιτεχνών είναι μετρημένοι. Ολα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι αγοραστές των έργων τέχνης πρέπει να σηκώσουν μόνοι το βάρος της απόδειξης της αυθεντικότητας των ήδη αγορασμένων και δη ακριβοπληρωμένων έργων τους, με τη συνδρομή έμπιστων και έγκυρων ειδικών: των έγκριτων ιστορικών τέχνης και των επιστημονικά καταρτισμένων συντηρητών.
Ας ελπίσουμε ότι η υπόθεση Διαμαντίδη δεν θα είναι η τελευταία που καταλήγει στη Δικαιοσύνη. Είναι ο μόνος τρόπος να σπάσει το απόστημα που έχει μολύνει την ισχνή ζωγραφική μας κληρονομιά. Η κρίση έφερε αυτοκριτική και αυτογνωσία, έσκασε φούσκες, αποκάλυψε εσμούς. Μπορεί ορισμένα κυκλώματα να έχουν ήδη κάνει ταμείο, όμως δεν είναι ποτέ αργά για τα μέλη τους να λογοδοτήσουν. Για να προχωρήσει όμως η έρευνα, θα πρέπει η Δικαιοσύνη να συνεργαστεί με το ΣΔΟΕ, καθώς το εμπόριο τέχνης είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
Η στρατηγική
Γνώστης της στρατηγικής του κυκλώματος αναφέρει στην «Κ»: «Μόλις γινόταν η διαλογή των πλαστών, ο εν λόγω έμπορος και οι συνεργάτες του που διακινούσαν και αυθεντικά έργα τέχνης, πλησίαζαν τους εκπροσώπους των δημοπρατικών οίκων, προτείνοντάς τους ?πακέτα? με πολλά αληθινά και κάποια πλαστά έργα τέχνης. Για πολλά χρόνια υπήρξαν οι κύριοι ?αιμοδότες? των δημοπρασιών, παρέχοντας ως και το 50% των έργων που έβγαιναν στο σφυρί σε κάθε Greek Sale.
Εδώ δημιουργείται το ερώτημα αν οι άνθρωποι των οίκων γνώριζαν ότι συμπεριελάμβαναν στα προς πώληση έργα, κάποια που δεν ήταν σωστά. Το βέβαιον είναι ότι τα μέλη του κυκλώματος είχαν καταφέρει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους. Στις δημοπρασίες του Λονδίνου έδιναν σταθερό παρόν και αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές με τους υπευθύνους των οίκων και τους συλλέκτες».
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_100020_12/02/2012_472131